Kalydon by 2001-2005
Projektet blev ledet af Instituttets tidligere direktør, dr.phil. Søren Dietz i samarbejde med Maria Stavropoulou-Gatsi og Ioannis Moschos fra eforatet i Patras. Senere blev projektet administrativt overført til den nyoprettede administration i Mesolonghi med Maria Stavropoulou-Gatsi som efor.
Det mytologiske Kalydon spiller en afgørende rolle i Homers Iliade og den vigtige helligdom for Artemis Laphria lidt udenfor bymurene og et Heroon med tilknyttet palaestra blev, af samme grund, undersøgt af den danske arkæolog Frederik Poulsen, den græske arkæolog Konstantinos Rhomaios (for det arkæologiske selskab i Athen) og arkitekten Ejnar Dyggve i årene 1926 til 1935. De nye undersøgelser er således en fortsættelse af et tidligere dansk/græsk samarbejde, denne gang med fokus på byen selv.
Allerede det første år blev en del ressourcer dog anvendt på at undersøge et anlæg syd for helligdommen for Artemis, en struktur, som var kommet for dagen i hælene på et stort vejprojekt i 60’erne, og som var blevet sporadisk publiceret under betegnelsen Bouleuterion, dvs. et rådhus. Udgravningerne viste, at anlægget, i hvert fald i Hellenistisk tid, var et teater (med rektangulært orchestra) med plads til omkring 5000 tilskuere. Udgravningerne af dette anlæg blev genoptaget i 2011 under ledelse af instituttets daværende direktør, Dr. Rune Frederiksen.
Flere forskellige metoder blev anvendt ved undersøgelserne af selve byen. Allerede det første år startede en landmåler de topografiske opmålinger af byen, bymurene og de synlige rester af terrassemure og bygninger. Byen indenfor murene blev gået igennem af et hold studerende, som opsamlede og optalte genstandsmateriale fra overfladen (survey), keramik, tegl, metal, vævevægte etc. og to russiske geofysikere gennemførte over flere kampagner, geomagnetiske undersøgelser af området med fine resultater. Endeligt blev der udgravet dele af en peristylbygning og en velbevaret keramikovn i den såkaldte nedre by, ligesom en større del af byens akropol blev udgravet. En mindre undersøgelse i den centrale del af byen gav beskedne oplysninger om anvendelsen af beboelseskvarteret. Geologiske undersøgelser fastlagde oldtidens kystlinie som lå mere end hundrede meter længere ude i vandet end i dag, og fastslog at området mellem byen og havet var opfyldt med laguner i oldtiden.
Byen indenfor murene omfattede ca. 35 hektar (350.000 m2 ) hvoraf akropolen udgør 10%. Undersøgelserne har givet et godt billede af byens udseende i oldtiden og funktionen af de forskellige kvarterer. Den vigtigste bygning i den nedre by var formentlig peristylhuset med søjleomkranset gård, hvor der er foregået atletikøvelser og kampe. I et stort hjørnerum var der en kult for den anatoliske gudinde Kybele med marmorskulptur, røgelsesbrændere, figuriner af ler, lamper og mønter. Genstandene i rummet blev fundet næsten som de stod og lå da taget faldt ned i midten af 1. årh. e.Kr. På akropolen var der en helligdom allerede i det 6. årh. f.Kr.
Udgravningerne blev sponsoreret af Ny Carlsbergfondet og Generalkonsul Gösta Enboms Fond. Publikationen var sponsoreret af Carlsbergfondet.
Området
Marmorskulptur af den anatoliske gudinde Kybele og en løve
Θέατρο Καλυδώνας 2011-2014
Οι ανασκαφές του αρχαίου Ελληνικού θεάτρου της Καλυδώνας διεξήχθησαν από το 2011 έως το 2014. Οι εργασίες ήταν μέρος της συνεργασίας του Ινστιτούτου της Δανίας στην Αθήνα και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος. Τις εργασίες πεδίου διηύθυναν η πρώην Προϊσταμένη της Εφορείας, Δρ. Ολυμπία Βικάτου και ο Δρ. Rune Frederiksen, πρώην Διευθυντής του Ινστιτούτου της Δανίας (fig. 1). Το θέατρο είχε αρχικά εντοπιστεί το 1967 κατά τη διάρκεια εργασιών στην περιοχή και ένα μικρό τμήμα του κοίλου είχε ανασκαφεί από τον Ευθύμιο Μαστροκώστα. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν μεταξύ του 2001 και 2003 από τον πρώην Διευθυντή του Ινστιτούτου, Δρ. Søren Dietz, σε συνεργασία με τους Λάζαρο Κολώνα και Μαρία Σταυροπούλου-Γάτση.
Το κοίλον αποτελείται από 31 σειρές καθισμάτων, με τις εννέα χαμηλότερες σειρές να σχηματίζουν γωνία 90 μοιρών στις άκρες τους σχηματίζοντας με αυτό τον τρόπο τετράγωνου σχήματος ορχήστρα (fig. 2). Η κατασκευή αυτή είναι ασυνήθιστη στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο. Συνήθως, οι ορχήστρες είναι κυκλικές με ημικυκλική διάταξη καθισμάτων. Το ιδιαίτερο σχέδιο του κοίλου πιθανώς να υποδεικνύει δύο διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις. Υπολογίζεται ότι το θέατρο είχε χωρητικότητα 5.600 καθήμενων, μεγαλύτερη από τον πληθυσμό της πόλης. Η σκηνή αποτελείται από ένα διώροφο κτίριο στο πίσω μέρος και το προσκήνιο χαμηλότερα, με δέκα Ιωνικού τύπου κίονες μπροστά του. Εκατέρωθεν του προσκηνίου υπάρχουν επικλινείς διάδρομοι που οδηγούν στο λογείον (σκηνή) (fig. 3).
Η κεραμική που προέκυψε από τις ανασκαφές υποδεικνύει πως το κτίριο της σκηνής κατασκευάστηκε στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. Το αρχιτεκτονικό της σχέδιο δε, συνάδει με τα γνωστά κτίρια της πόλης της ίδιας περιόδου. Μέσω των ανασκαφών φαίνεται επίσης πως ο χώρος είχε και άλλες χρήσεις αφού σταμάτησε να χρησιμοποιείται ως θέατρο. Το θέατρο εγκαταλείφθηκε στις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ.
Figur 1.
Figur 2.
Figur 3.
Ακρόπολη-Ιερό Αρτέμιδος Λαφρίας 2013-σήμερα
Το Ινστιτούτο της Δανίας στην Αθήνα και η Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος συνεχίζουν από το 2015 τη συνεργατική έρευνα της αρχαίας Καλυδώνας υπό τη διεύθυνση της Δρος Ολυμπίας Βικάτου (Προϊσταμένη της Εφορείας, 2011-2024) και του Δρος Søren Handberg του University of Oslo. Οι έρευνες των τελευταίων ετών επικεντρώνονται στις νέες ανασκαφές της ακρόπολης, στην τοπογραφική αποτύπωση όλων των ορατών μνημείων, στην επαναπροσέγγιση των ερευνών του Ιερού της Αρτέμιδος Λαφρίας και στο Ηρώο που βρίσκεται εκτός της πόλης.
Ανασκαφές της ακρόπολης (2013-2016)
Οι ανασκαφές της ακρόπολης επικεντρώθηκαν στην ολοκλήρωση της ανασκαφής της ιδιωτικής οικίας που χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο (3ος - 1ος αι. π.Χ.) καθώς και σε μικρότερης κλίμακας έρευνες του οχυρωματικού τείχους της ακρόπολης. Η οικία βρίσκεται πάνω σε μια από τις πολυάριθμες αναβαθμίδες του χαμηλότερου πλατώματος της περιοχής της ακρόπολης το οποίο περικλείει την Ακρόπολη. Η οικία αποτελείται από τέσσερα δωμάτια και μια εσωτερική αυλή (fig. 1). Εντός του δωματίου στη βόρεια πλευρά της οικίας, διατηρούνται τα κατάλοιπα ορθογώνιας εστίας οριζόμενης από λίθους και δίπλα της υπάρχουν εκτεταμένα ίχνη καύσης καθώς και χρηστική κεραμική. Μεταξύ άλλων λειψάνων, ο αύλειος χώρος περιλαμβάνει τα κατάλοιπα δύο κλιβάνων καθώς και τη λίθινη θεμελίωση σιταποθήκης. Ανασκάφηκε επίσης ένα μικρό τμήμα της επίχωσης που βρίσκεται παράλληλα του τείχος που περικλείει το χαμηλότερο πλάτωμα της ακρόπολης. Από την ανασκαφή αυτή προέκυψαν μεγάλες ποσότητες κεραμικής που χρονολογείται στα τέλη του 8ου αιώνα έως τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Λόγω αυτού, αποδεικνύεται ότι η ακρόπολη κατοικούνταν ήδη από τα πρώιμα χρόνια της πόλης (και περιλάμβανε μεταλλουργικά εργαστήρια) και επίσης πως το οχυρωματικό τείχος κατασκευάστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ.
Τοπογραφική Έρευνα (2015-2018)
Η συστηματική και αδιάλειπτη τοπογραφική μελέτη της αρχαίας Καλυδώνας αποτύπωσε και κατέγραψε όλα τα ορατά κατάλοιπα πολιτιστικής κληρονομιάς στον αρχαιολογικό χώρο. Η καταγραφή και χαρτογράφηση των αρχαιολογικών λειψάνων επέφερε και ένα νέο και εμπεριστατωμένο τοπογραφικό χάρτη της αρχαίας πόλης (fig. 2). Η αποτύπωση κάλυψε μια περιοχή 634,080 τετραγωνικών μέτρων και εμπερίκλειε ολόκληρη την περιτειχισμένη πόλη, το πλάτωμα του ιερού στα δυτικά της πόλης καθώς και άλλες σημαντικές περιοχές εκτός των τειχών της πόλης, οι οποίες δεν είχαν αποτυπωθεί στο παρελθόν.
Για τη δημιουργία του τοπογραφικού σχεδίου χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές μέθοδοι ηλεκτρονικής αποτύπωσης. Αποτυπώθηκαν περισσότερα από 777 μνημεία και κτίρια, μεταξύ αυτών οικίες, δρόμοι, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δημοσίων κτιρίων, αρχαία λατομεία και ταφοι.
«Επαναπροσεγγίζοντας» το Ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας και το Ηρώον (2020-2025)
Το πρόγραμμα «Reinvestigating Kalydon's Laphrion Hill» έχει σκοπό να μελετήσει τις δύο μεγάλες περιοχές που αποτέλεσαν το επίκεντρο των Ελληνό-Δανέζικών ανασκαφών κατά τις δεκαετίες του 1920 και 1930: το Ιερό της Αρτέμιδος Λαφρίας και το Ηρώο που βρίσκεται έξω από τη Δυτική Πύλη της πόλης (fig. 3-4). Η νέα έρευνα θα περιλαμβάνει λεπτομερή επανεκτίμηση της τοπογραφίας και της εξέλιξης του ιερού, θα περιλαμβάνει γεωφυσικές έρευνες, συστηματικές ανασκαφές, ηλεκτρονικές αποτυπώσεις και σύγχρονες μεθόδους ανάλυσης των καταλοίπων. Βασικός στόχος του προγράμματος είναι να προσεγγίσει τα δεδομένα που ανακτήθηκαν σχεδόν έναν αιώνα πριν και να τα συνενώσει με τα πορίσματα που έχουν προκύψει από τις νεότερες έρευνες μέσω σύγχρονων μεθοδολογικών εργαλείων.
Η κριτική προσέγγιση των παλαιότερων αποτελεσμάτων και συμπερασμάτων οδήγησε σε επαναπροσδιορισμό της χρονολόγησης και ταυτοποίησης σημαντικών μνημείων εντός του Ιερού. Παραδείγματος χάριν, είναι πλέον σαφές πως η είσοδος προς το Ιερό δεν συμπίπτει με τις προηγούμενες ερμηνείες του χώρου. Φαίνεται επίσης, πως σημαντικά τμήματα του ιερού δεν είχαν ανασκαφεί κατά τις έρευνες των δεκαετιών του 1920 και 1930.
Οι νέες έρευνες, έφεραν στο φως μεγάλη θυσιαστική απόθεση που περιείχε οστά ζώων και χρονολογείται στην Αρχαϊκή περίοδο (6ος-7ος αι. π.Χ.). Προέκυψαν επίσης ίχνη παρουσίας από την Πρωτο-Μεσο Ελλαδική περίοδο και γενικότερα η χρονολογική εξέλιξη του ιερού επανεκτιμήθηκε. Οι μικρής έκτασης ανασκαφές στο Ηρώο διαφοροποίησαν τη χρονολόγηση της κατασκευής της παλαίστρας και αποκάλυψαν πως είχαν γίνει ανακατασκευές στο βόρειο τμήμα του κτιρίου (fig. 4). Το πρόγραμμα περιλάμβανε επίσης ανασκαφές στα απορρίμματα των παλαιότερων ανασκαφών με σκοπό να επανεκτιμηθούν οι παλαιότερες μέθοδοι επιλογής του αρχαιολογικού υλικού.
Οι έρευνες χρηματοδοτούνται από το Carlsberg Foundation και το Augustinus Foundation και διεξάγεται σε συνεργασία με τα πανεπιστήμια University of Copenhagen, Aarhus University και University of Oslo.
Δημοσιεύσεις:
Αρχ. Δελτίον
Figur 1. Luftfotografi af det hellenistiske hus på akropolen (foto: S. Handberg).
Figur 2. Kort over den antikke by Kalydon (Ill. N. Michaelides, S. Handberg, S. Müth-Frederiksen)
Nye undersøgelser i Artemis Laphria-helligdommen og Heroon (2020-2025)
Forskningsprojektet "Reinvestigating Kalydon's Laphrion Hill" gennemfører nye undersøgelser i Artemis Laphria-helligdommen og Heroon uden for byens vestlige byport. Disse to områder var de vigtigste udgravningssteder under det græsk-danske feltarbejde i 1920'erne og 1930'erne (fig. 3-4). Projektet omfatter en grundig genundersøgelse af helligdommens topografi og historiske udvikling, herunder geofysiske undersøgelser, systematiske arkæologiske udgravninger, digital dokumentation og brug af moderne videnskabelige analyser. Et af projektets centrale målsætninger er at integrere data fra udgravningerne fra 1920-30’erne med data fra de nye undersøgelser, som anvender de nyeste metoder og teknikker fra naturvidenskaben.
En kritiske gennemgang af tidligere antagelser og konklusioner har resulteret i ændringer i datering og identifikation af nogle af de vigtigste bygninger og monumenter i helligdommen. For eksempel står det klart, at indgangen til helligdommen, i modsætning til tidligere fortolkninger, endnu ikke er blevet identificeret. Det er også tydeligt at der selv efter de omfattende udgravninger i 1920'erne og 1930'erne stadig er betydelige områder i helligdommen, der endnu ikke er blevet udforsket arkæologisk. De nye undersøgelser har blandt andet ført til identifikationen af et større offerdepot med brændte dyreknogler, der dateres til den arkaiske periode (7.-6. århundrede f.v.t.), betydelige spor af tidlig-mellemhelladisk (ca. 2200-1500 f.v.t.) tilstedeværelse i området, samt en ny kronologisk ramme for helligdommens overordnede udvikling. Mindre omfangsrige undersøgelser i Heroon har ført til en ny datering af tidspunktet for opførelsen af bygningskomplekset imod slutningen af 3. årh. f.v.t. (fig. 4). Projektet omfatter også begrænsede udgravninger af udsmidningslagene fra udgravningerne i 1920'erne og 1930'erne for at besvare bredere spørgsmål om kvantitative skævheder i det arkæologiske kildemateriale (sampling bias).
Feltarbejdet har modtaget økonomisk støttet fra Carlsbergfondet og Augustinus Fonden og udføres i samarbejde med Københavns Universitet, Aarhus Universitet og Universitetet i Oslo.
Figur 3. Den sydlige ende af helligdommen på Laphrionhøjen (Ill. N. Michaelides)
Figur 4. Heroon bygningskomplekset (foto: N. Michaelides)